χαινόμηλο

χαινόμηλο
το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και περιλαμβάνει τρία είδη θάμνων ιθαγενών τής ανατολικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chaenomeles < χαίνω «ανοίγω το στόμα πολύ» + μήλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”